-
1 крупный
επ., βρ: крупен, крупна, крупно;1. μεγάλος, χοντρός, ογκώδης•крупный песок χοντρός άμμος•
крупный скот τα χοντρά ζώα•
крупный шрифт ή почерк μεγάλα γράμματα•
крупный лес δάσος μεγάλων δέντρων•
-ые капли χοντρές σταγόνες•
крупный орех μεγάλο καρύδι•
-ые черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
-ая индустрия η μεγάλη βιομηχανία•
-ые предприятия οι μεγάλες επιχειρήσεις•
крупный талант μεγάλο ταλέντο•
-учёный μεγάλος επιστήμονας•
-ые деньги τα χοντρά χρήματα (ως αντώνυμο των ψιλών)•
2. σοβαρός, σημαντικός•-ые успехи, достижения μεγάλες επιτυχίες, επιτεύξεις.
εκφρ.- ая дрожь – μεγάλη τρεμούλα•крупный разговор – δυσάρεστη συνομιλία (τσούγκρισμα)•- ая сумма – σημαντικό (σεβαστό) χρηματικό ποσό. -
2 крупный
кру́пн||ыйприл1. μεγάλος, ὁγκώδης:\крупныйым шагом μέ μεγάλα βήματα· \крупный рогатый скот τά μεγάλα κερασφόρα ζῶα· \крупныйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \крупныйые силы воен. οἱ ἰσχυρές δυνάμεις· \крупныйая ошибка τό χοντρό λάθος·2. (видный, значительный) διακεκριμένος, σημαντικός:\крупный ученый διακεκριμένος ἐπιστήμων3. (существенный, серьезный) σημαντικός1 <> \крупныйые деньги τά μεγάλα ποσά· \крупный разговор ἡ σοβαρή συζήτηση· \крупныйым планом σέ μεγάλο πλάνο, σέ γκρό-πλάν. -
3 μεγάλο κτηματίας
[мэгалоктиматиас] ουσ. а. крупный собственник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεγάλο κτηματίας
-
4 заём
το δάνειο-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заём
-
5 пуща
1. (труднопроходимый лес) το δύσβατο δάσος 2. (крупный лесной массив) το πολύ μεγάλο δάσος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пуща